λέβητας ή καζάνι

λέβητας ή καζάνι
Συσκευή για θέρμανση υγρών ή παραγωγή ατμών· συνήθως, θερμαινόμενο υλικό είναι το νερό (υδρολέβητες) ή παράγονται υδρατμοί (ατμολέβητες). Η απαιτούμενη θερμότητα προέρχεται κυρίως από καύση (άνθρακα, πετρελαίου, αερίων) ή από μετατροπή ηλεκτρικής ενέργειας (ηλεκτρικοί λ.). Με εξαίρεση την τελευταία κατηγορία, διακρίνονται γενικά στους λ. τρία κύρια μέρη: η εστία, στην οποία γίνεται η καύση, το σώμα, ένα μεταλλικό δοχείο κατά κανόνα κυλινδρικού σχήματος που περιέχει το θερμαινόμενο ρευστό και είναι πλήρες στους ατμολέβητες, και οι αγωγοί, από τους οποίους διέρχονται τα προϊόντα της καύσης (καπναέρια). Οι λ. ταξινομούνται ως εξής: λ. οριζόντιοι ή κατακόρυφοι, ανάλογα με τη θέση που έχει ο άξονας του σώματος ή των κύριων σωμάτων, λ. εσωτερικής ή εξωτερικής εστίας, λ. σταθεροί, που περικλείονται σε τοιχοποιία μαζί με τους καπναγωγούς, ημισταθεροί, που έχουν μόνο τη βάση κτιστή, και κινητοί, εγκατεστημένοι δηλαδή πάνω σε μεταλλικό πλαίσιο με τροχούς, και τέλος λ. χαμηλής, μέσης και υψηλής πίεσης, δεδομένου ότι η πραγματική πίεση στους λ. κυμαίνεται από μερικά δέκατα της ατμόσφαιρας έως 200 ατμόσφαιρες και περισσότερο. Από κατασκευαστική άποψη οι λ. ταξινομούνται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: κυλινδρικούς λ., λ. με αεριαυλούς και λ. με υδραυλούς (υδραυλωτοί λ.). Οι κυλινδρικοί λ. αποτελούνται γενικά από ένα μεγάλο οριζόντιο κυλινδρικό δοχείο με κλειστούς πυθμένες. Στο εσωτερικό του υπάρχουν, κατά μήκος, ένας ή περισσότεροι κύλινδροι (φλογοσωλήνες), από τους οποίους διέρχονται τα προϊόντα της καύσης. Κατάλληλα διαφράγματα οδηγούν τα καπναέρια, πριν από την έξοδό τους, στην κάτω εξωτερική επιφάνεια του κυρίου σώματος, ενώ η εστία περιέχεται σε έναν εσωτερικό κύλινδρο. Οι λ. με αεριαυλούς, όπως για παράδειγμα οι λ. σιδηροδρομικού τύπου, αποτελούνται κατά κανόνα από ένα κύριο σώμα, στο κάτω μέρος του οποίου τοποθετείται η εστία, ενώ στο άνω μέρος υπάρχει ένα μεγάλο κυλινδρικό δοχείο, κατά μήκος του οποίου διέρχονται πολυάριθμοι σωλήνες (αεριαυλοί) με διάμετρο κατά πολύ μικρότερη από τη διάμετρο του κύριου κυλίνδρου: το νερό εφάπτεται της εξωτερικής επιφάνειας των αεριαυλών από τους οποίους περνούν τα καπναέρια· αυτά κατά κανόνα διατρέχουν τους μισούς αυλούς κατά τη μία έννοια και τους μισούς αεριαυλούς κατά την άλλη. Οι υδραυλωτοί λ. αποτελούνται από μία σειρά αυλών, η διάταξη των οποίων ποικίλλει ανάλογα με τον τύπο του λ., αλλά συνήθως είναι κατακόρυφοι ή παρουσιάζουν σημαντική κλίση και συνδέονται κατάλληλα με δύο ή περισσότερους μεγάλους συλλέκτες· οι αυλοί περνούν από το νερό, ενώ η εξωτερική τους επιφάνεια εφάπτεται με τα καπναέρια, τα οποία υποχρεώνονται να ακολουθήσουν πολύπλοκη διαδρομή, ώστε να μην καταλήξουν πολύ θερμά στον καπναγωγό. Συχνά, ένα μέρος των αυλών τοποθετείται κατά μήκος των τοιχωμάτων του θαλάμου που χρησιμοποιείται ως εστία. Ο τελευταίος αυτός τύπος λ., που είναι η πιο πρόσφατη κατάκτηση της τεχνικής του κλάδου, χρησιμοποιείται κυρίως όπου απαιτείται μεγάλη παραγωγή ατμού, όπως για παράδειγμα στα μηχανοστάσια μεγάλων πλοίων και στα θερμοηλεκτρικά εργοστάσια. Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες οι διαστάσεις των λ. φτάνουν σε κολοσσιαία μεγέθη. Υδρολέβητες χαμηλής ισχύος χρησιμοποιούνται για τη θέρμανση κατοικιών (λ. καλοριφέρ) και κατασκευάζονται συνήθως από χάλυβα (ναυτικού τύπου) με αεριαυλούς ή από στοιχεία χυτοσιδήρου. Τα στοιχεία είναι κοίλα χυτά σώματα χυτοσιδήρου, που συνδέονται μεταξύ τους για να αποτελέσουν τον λ. (κατά κανόνα 14-15 στοιχεία): το νερό κυκλοφορεί στο εσωτερικό τους και τα καπναέρια εφάπτονται με τα τοιχώματά τους, ενώ διατρέχουν τους χώρους, που σχηματίζονται ακριβώς από τη σύνδεση των διαφόρων στοιχείων και έχουν το κατάλληλο για τον σκοπό αυτό σχήμα (τέτοιος χώρος είναι π.χ. ο θάλαμος καύσης).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καζάνι — το 1. οικιακός λέβητας, μεγάλη χύτρα από μέταλλο για βράσιμο νερού, λειώσιμο λίπους, μαγείρεμα φαγητού, αλλ. λεβέτι 2. τεχνολ. ατμολέβητας (α. «καζάνι βαποριού» β. «καζάνι ατμομηχανής») 3. φρ. α) «καζάνι τού ρακιού» αποστακτικός λέβητας,… …   Dictionary of Greek

  • λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… …   Dictionary of Greek

  • καζάνι — το (λ. τουρκ.), λέβητας, τέντζερης, κατσαρόλα: Άναψε τη φωτιά να βάλουμε πάνω το καζάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λέβητας — ο καζάνι, συσκευή που λειτουργεί με καύσιμα και παράγει ενέργεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεβέτι — το (Μ λεβέτιν) μεγάλος λέβητας, καζάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεβέτιν < λεβήτιον, υποκορ. τού λέβης] …   Dictionary of Greek

  • τρίποδος — η, ο / τρίπους, ουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.) 3. (σχετικά με έπιπλα …   Dictionary of Greek

  • ατμολέβητας — ο λέβητας (καζάνι) ατμομηχανής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”